- κενταυρίς
- κενταυρίς, ἡ (Α) [κένταυρος]1. το φυτό μικρό κενταύριο2. είδος σκουλαρικιού3. θηλ. τού κένταυρος, η κενταυρίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενταυρίς — ear ring fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρίδα — κενταυρίς ear ring fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρίδες — κενταυρίς ear ring fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρίδος — κενταυρίς ear ring fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
τριόρχης — ὁ, Α 1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά 2. ονομασία αρπακτικού πτηνού 3. ονομασία τού φυτού κενταυρίς* 4. ονομασία τού φυτού σεραπιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. ἔν ορχης). Κατ… … Dictionary of Greek